- επικαταδαρθάνω
- ἐπικαταδαρθάνω (Α)αποκοιμάμαι κατόπιν («λύχνον τινά θείσης ἡμμένον πρὸς τὰ στέμματα καὶ ἐπικαταδαρθούσης», Θουκ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κατα-δαρθάνω «κοιμάμαι, διανυκτερεύω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπικατέδαρθον — ἐπικαταδαρθάνω fall asleep afterwards aor ind act 3rd pl ἐπικαταδαρθάνω fall asleep afterwards aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαταδαρθεῖν — ἐπικαταδαρθάνω fall asleep afterwards aor inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαταδαρθούσης — ἐπικαταδαρθάνω fall asleep afterwards aor part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαταδαρθάνειν — ἐπικαταδαρθάνω fall asleep afterwards pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαταδαρθών — ἐπικαταδαρθάνω fall asleep afterwards aor part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαταδάρθωσι — ἐπικαταδαρθάνω fall asleep afterwards aor subj act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)